αρρενογονος

αρρενογονος
    ἀρρενογόνος
    ἀρρενο-γόνος
    2
    дающий мужское потомство Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αρρενογονος" в других словарях:

  • ἀρρενογόνος — begetting masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρρενογόνος — α, ο (Α ἀρρενογόνος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει σχέση με την αρρενογονία αρχ. 1. αυτός που γεννά αρσενικά παιδιά 2. ως ουσ. τό ἀρρενογόνον ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, ενος + γόνος < γίγνομαι] …   Dictionary of Greek

  • ἀρρενογόνον — ἀρρενογόνος begetting masc/fem acc sg ἀρρενογόνος begetting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρενογόνα — ἀρρενογόνος begetting neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρενογόνοι — ἀρρενογόνος begetting masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρενογόνου — ἀρρενογόνος begetting masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρενογόνους — ἀρρενογόνος begetting masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρρην — εν (AM ἄρρην και ἄρσην εν) 1. ο αρσενικός 2. ο ανδρικός, ο γενναίος 3. ο ισχυρός 4. ως ουσ. αυτός που ανήκει στο αρσενικό γένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. του άρσην*, με αφομοίωση. ΠΑΡ. αρχ. αρρενικός, αρρενώ, αρρενώδης (αρχ. μσν.) αρρενότης. ΣΥΝΘ.… …   Dictionary of Greek

  • αρρενογονία — η (Α ἀρρενογονία) [αρρενογόνος] η γέννηση αρσενικών παιδιών …   Dictionary of Greek

  • αρρενογονώ — ἀρρενογονῶ ( έω) (Α) [αρρενογόνος] γεννώ αρσενικά παιδιά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»